αγροφυλακή

αγροφυλακή
Δημόσια υπηρεσία που είχε έργο της την τήρηση της αγροτικής ασφάλειας και καταργήθηκε το 1993. Πρώτος νόμος που αφορούσε θέματα α. ήταν το διάταγμα της 13-5-1835 «περί προξενουμένης εις τους αγρούς βλάβης εκ της βοσκής ζώων», ενώ από τους νόμους και τα διατάγματα που ακολούθησαν, σημαντικότεροι ήταν οι νόμοι 1856 και 1907 «περί α.», με τους οποίους ανατέθηκε η φύλαξη των αγρών στους δήμους. Η ρύθμιση αυτή παρουσίαζε πολλά μειονεκτήματα και γι’ αυτό με τον νόμο του 1923 «περί αγροτικής ασφαλείας» η α. συγκροτήθηκε σε ιδιαίτερο σώμα, ανάλογο με αυτό της χωροφυλακής. Ύστερα από μια παλινδρόμηση του θεσμού, η νομοθετική εξέλιξη οδηγήθηκε σε νόμο του 1954, που μαζί με τις συμπληρώσεις και τροποποιήσεις των νόμων που ακολούθησαν, αποτέλεσε το δίκαιο της α. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, καθήκοντα της α. ήταν η φρούρηση των αγροτικών κτημάτων από τον κίνδυνο διάπραξης αγροτικών αδικημάτων, η προανάκριση των αδικημάτων αυτών και η δίωξη και εκδίκαση των αγροτικών πταισμάτων. Επίσης, καθήκον της α. ήταν η αστυνόμευση των αρδευτικών υδάτων. Τη φύλαξη των κτημάτων είχαν οι αγροφύλακες, ενώ την αστυνόμευση των αρδευτικών υδάτων οι υδρονομείς. Το έργο των αγροφυλάκων και των υδρονόμων διηύθηνε o αγρονόμος, ενώ προϊστάμενος όλων των υπαλλήλων της α. του νομού ήταν ο διοικητής α., που με τη σειρά του εποπτευόταν από τον νομάρχη. Τον έλεγχο της α. σε ολόκληρη τη χώρα είχε η Γενική Διεύθυνση Αγροφυλακής του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Τα καθήκοντα της α. ασκεί σήμερα, μετά από προεδρικό διάταγμα του 2001, η Δημοτική Αστυνομία.
* * *
η [μσν. ἀγροφύλαξ]
1. δημόσια υπηρεσία τής οποίας τα κύρια καθήκοντα είναι η τήρηση τής τάξης και ασφάλειας στην ύπαιθρο χώρα
2. το σώμα που εκτελεί τα αστυνομικά καθήκοντα στις αγροτικές περιοχές, το σύνολο τών υπαλλήλων τής αγροφυλακής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγροφυλακή — η δημόσια αρχή επιφορτισμένη με την ασφάλεια στην ύπαιθρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγρονόμος — (I) ο, (Α ἀγρονόμος) νεοελλ. 1. επιστήμονας καλλιεργητής που ασχολείται με τις μεθόδους τής προσφορότερης εκμετάλλευσης τών αγρών 2. υπαλληλικός βαθμός στην αγροφυλακή αρχ. μέλος αρχής επιφορτισμένης με την τήρηση τής τάξης στην ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”